Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Νεστώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ανασταίννω (1. κάνω να αποκτήσει ξανά τις αισθήσεις του κάποιος. 2. μοσχοβολώ 3. ενισχύω. 4. ανανεώνομαι).

Συνώνυμα:

Αναστήννω, Νεστήννω