Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Νεφουλλώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. νεφουλλίζω (γίνομαι μεγαλύτερος σωματικά ή ηλικιακά).

Συνώνυμα:

Νεχουλλίζω, Νεχουλλώ