Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Νέφτιν (το) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
το άχρωμο υγρό με έντονη οσμή, πτητικό προϊόν της απόσταξης της ρητίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλυτικό, αλλά και στην αρωματοποιία, τη φαρμακοποιία και την παρασκευή λιπαντικών.