Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Νηλιοστρόφιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. λιοστρόφιν (1. το φυτό ήλιος το οποίο στρέφει πάντα προς τον ήλιο, ηλιθοτρόπιον. 2. μτφ. ο ασταθής χαρακτήρας).