Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Νικαλιούμαι »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ανακαλιούμαι (1. θρηνώ, οδύρομαι. 2. μοιρολογώ).

Συνώνυμα:

Νεκαλιούμαι