Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Νιόλυτον (το) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. νιόλυμον (1. το χωράφι που αφήνεται για πολύ καιρό ακαλλιέργητο για να δυναμώσει. 2 το χωράφι που σπείρεται αφού πρώτα καψαλιστεί).