Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Όπα όπα »

Επίρρημα

Σημασία:

παραχαϊδεμένα.

Ειδικές φράσεις:

"Έχω σε στα όπα-όπα" (=Σε έχω μη βρέξει και μη στάξει, σου παρέχω όλες τις ανέσεις)