Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Οφίκκιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η προαγωγή, το αξίωμα.

Συνώνυμα:

Οφίτσ̌ιον, Φίκκιον, Φίτσ̌ιον (το)