Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Όψιμος, -η, -ον »
Επίθετο
Σημασία:
βλ. έψιμος [1. που γίνεται αργά, στο τέλος της κανονικής περιόδου. 2. α. (για καρπό φυτών) που ωρίμασε αργά: Όψιμα φρούτα / λαχανικά. β. (για φυσιολογική κατάσταση ή λειτουργία) που εκδηλώθηκε πολύ αργά, με καθυστέρηση: όψιμος σ̌ειμώνας].
Συνώνυμα:
έψιμος (ο)