Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πάγκαλλος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. ο πολύ όμορφος. 2. βλ. μάγκαλλος (είδος αγριόχορτου).

Συνώνυμα:

Ριζόνιν (το), Σπλίγκαθθος (ο)