Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Παιδκιοσύνη (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. παιδιοσύνη, η παιδική, εφηβική ηλικία. 2. τα νιάτα. 3. η ανανέωση.