Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Παλιυνίσκω »

Ρήμα

Σημασία:

παλιώνω, φθείρομαι από τη συνεχή χρήση ή την πολυκαιρία.

Συνώνυμα:

Παλιώννω