Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Παλλουκώννω »

Ρήμα

Σημασία:

1. παλουκώνω. 2. κάθομαι ακίνητος. 3. δένω. 4. ανασκολπίζω, θανατώνω με ανασκολοπισμό 4. μτφ. α) εμμένω. β) σταματώ ξαφνικά.