Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Παναϋρκώτης, -ισσα, -ικον »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. ο πραματευτής σε πανηγύρια. 2. μτφ. ο επιφανειακός.