Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Παννάες (οι) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. παννάα (η πανάδα, κιτρινωπό στίγμα στο δέρμα του προσώπου ή σε άλλα μέρη του σώματος λόγω αυξημένης παραγωγής μελανίνης).