Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Παννιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. πααννιά (1. η παγανιά, ομαδικό κυνήγι ζώων από πολλά σημεία βάσει σχεδίου και η ομάδα των κυνηγών που μετέχει σε αυτή. 2. το σαφάρι).