Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Παντάσσορας (ο) »

Επίρρημα

Σημασία:

βλ. παντάσορας (έτσι κι αλλιώς).

Συνώνυμα:

Πουντάσσορας (ο)