Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξησκολίζω »

Ρήμα

Σημασία:

1. ξεσχολίζω, αποκτώ μεγάλη πείρα (συνήθως σε κάτι κακό ή πονηρό). 2. αποφοιτώ, ολοκληρώνω τις σπουδές μου.

Συνώνυμα:

Ξησκολώ