Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξησ̌σ̌ίζουμαι »

Ρήμα

Σημασία:

1. ξεσκίζομαι. 2. μτφ. α) κοπιάζω πολύ. β) γίνομαι αναίσχυντος. γ) έχω εμπειρίες.