Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξητσίππωτος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. ατσίππωτος (ο αδιάντροπος).

Συνώνυμα:

Ξετσίππωτος, -η, -ον