Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Οκνιόν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. οκνιά (η οκνηρία, η τεμπελιά). 2. βλ. οκνιάρης (ο τεμπέλης, ο οκνηρός).