Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ολάν »

Ουσιαστικό

Σημασία:

καλέ, βρε.

Ειδικές φράσεις:

"άτε ολάν που τζ̌αμαί" (=παράτα μας)