Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Όμπυον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. όμπκυον (το έμπυο, το πύον).

Συνώνυμα:

Όμπκυος (ο), Όμπυος (ο)