Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τρουλλουρία (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. γιουτής (το πουλί κορυδαλός).

Συνώνυμα:

Σκορταλλός (ο), Τρουλλία (η)