Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τρούσ̌α (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η σωρός, πράγματα τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο. 2. ο σωρός από δεμάτια σιτηρών ή χόρτων, η θημωνιά.

Συνώνυμα:

Τρούσ̌η (η)