Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τσ̌ακκάρω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. τσ̌ακκαρίσκω (ελέγχω, επιβλέπω).

Συνώνυμα:

Τσ̌εκκαρίσκω, Τσ̌εκκάρω