Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τσακριά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το σκάσιμο, η εκτίναξη. 2. η βροντή. 3. το βρόντηγμα, ο κρότος, το μπουμπουνητό.

Συνώνυμα:

Τσακρικά, Τσακριτζ̌ιά (η)