Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πληξιμένος, -η, -ον »

Μετοχή

Σημασία:

1. ο λυπημένος. 2. ο κακοδιάθετος.

Συνώνυμα:

Πληξιμιός, -ά, -όν