Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Στρασ̌ύιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. στρασ̌ύδιν (1. το άχυρο. 2. μέρος του σταχιού. 3. οι τρυφεροί βλαστοί).