Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τσαρουκκώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. τσαρουκκίζω (τσακίζω, τρώω μεγάλη ποσότητα τροφής λαίμαργα και χωρίς να τη μασήσω καλά).