Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τσ̌αττάλα (η) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. τσ̌άτταλος (1. ο παντελονάς, αυτός που φοράει παντελόνια. 2. ο σπαθάτος, ο ψηλός και λιγνός).