Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πογρεώννω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ξηγρεώννω (ξεχρεώνω).

Συνώνυμα:

Ξηρκώννω, Ξηχρεώννω, Ξορκώννω, Ποχρεώννω