Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πογυρίζω »

Ρήμα

Σημασία:

1. σεργιανίζω. 2. παρεκκλίνω. 3. κάνω γύρω γύρω. 4. μτφ. μιλώ με υπεκφυγές.

Συνώνυμα:

Ποϋρίζω