Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ποδάριν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ποαλέτριν (1. το αλέτρι. 2. ο αστερισμός του Ωρίωνα).

Συνώνυμα:

Ποβάριν (το)