Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ποδαύκωμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ποβαύκωμαν [για χρώμα που παίρνει πολύ ανοιχτό χρώμα (ιδιαίτερα σε ρούχο)].