Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ποδκιάντροπος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. αδκιάντροπος (ο αδιάντροπος, ο αναίσχυντος).

Συνώνυμα:

Ξηδκιάντροπος, Ποδκιάντραπος, Ποθκιάντραπος, -η, -ον