Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ροκάνιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

εργαλείο για την λείανση ξύλινων επιφανειών.

Ετυμολογία:

Από την ελληνιστική κοινή Ρυκάνη

Συνώνυμα:

Πλάνη Ροκάνα (η), Ρουκάνιν (το)