Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ροτσίν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το αδράχτι. 2. ο μικρός λίθος. 3. βλ. ροτσής (1. o πέτρινος. 2. μτφ. ο ανθεκτικός).

Συνώνυμα:

Ροτσού (η)