Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ρουκανιώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ρουκανίζω (1. ροκανίζω. 2. μτφ. α) τρώγω χωρίς έλεγχο. β) ξοδεύω ασύστολα).