Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Στρατουρώννω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. στρατουρκάζω (1. βάζω σαμάρι σε ζώο, βάζω στρατούρι σε γαϊδούρι. 2. μτφ. ξυλοκοπώ).