Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Στροπελέτζ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αστροπελέτζ̌ιν (το αστροπελέκι, ο κεραυνός).

Συνώνυμα:

Στραοπελέτζ̌ιν (το)