Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Στρουθκιά (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

αγριόχορτα που τρώγονται.

Συνώνυμα:

Στρουθούδκια, Τσακρίθκια (τα)