Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Στρωμάτσιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. στρωμάτσα (το στρώμα, η κλίνη, το κρεβάτι).

Συνώνυμα:

Στρώση (η)