Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τσ̌εβρές (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το χρυσοκέντητο και μεταξοκέντητο υφασμάτινο εργόχειρο. 2. το κεφαλομάντιλο. 3. το κεντητό ή πλεχτό χειροτέχνημα.

Συνώνυμα:

Τσ̌ερβιές (ο)