Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τσεκκουλλαδούρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. τσεκκολλατούρα (μακρόστενο μάρμαρο που καλύπτει το περίζωμα του κάτω μέρους του εσωτερικού τοίχου ενός δωματίου).