Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τσιλλάρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η κουτσουλιά, τα περιττώματα των πουλιών.

Συνώνυμα:

Τσιλλαρκά (η)