Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ποκαθίζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. αποκαθίζω (1. συμβιβάζομαι, αποσύρομαι. 2. εγκαταλείπω, αποχωρώ. 3. ηρεμώ, χαλαρώνω).

Συνώνυμα:

Αποκάθουμαι, Ποκάθουμαι