Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ποκαματώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ποκαματίζω (1. εξαντλούμαι από την κούραση. 2. ελαφροκοιμάμαι, είμαι έτοιμος να κοιμηθώ).