Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ποκάμνω »

Ρήμα

Σημασία:

1. αποκάμνω, ύστερα από διάφορες ενέργειες φτάνω σε κάποιο αποτέλεσμα. 2. εξαντλούμαι.

Συνώνυμα:

Ποκλονίζουμαι, Ποκλονίζω