Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σαββατογεννημένος, -η, -ον »

Μετοχή

Σημασία:

1. πολύ τυχερός κατά τη λαϊκή αντίληψη, επειδή γεννήθηκε Σάββατο. 2. μτφ. ο γουρλίδικος, ο τυχερός.